- πενταμηνία
- η1. χρονικό διάστημα πέντε μηνών2. μίσθωμα ή αμοιβή εργασίας που αντιστοιχεί σε διάστημα πέντε μηνών3. λογαριασμός για παροχή υπηρεσιών που διήρκεσαν πέντε μήνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντάμηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.